περισπαστικός

περισπαστικός
-ή, -όν, Α [περισπώ]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον περισπασμό, στην απασχόληση τής προσοχής σε άλλο αντικείμενο, διαφορετικό από το κυρίως ενδιαφέρον έργο, αυτός που προκαλεί περισπασμό, απομάκρυνση από την κύρια εργασία («ἡ μουσικὴ δύναμιν ἔχει περισπαστικήν», Σέξτ. Εμπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περισπαστικός — distracting masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισπαστικά — περισπαστικός distracting neut nom/voc/acc pl περισπαστικά̱ , περισπαστικός distracting fem nom/voc/acc dual περισπαστικά̱ , περισπαστικός distracting fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισπαστικόν — περισπαστικός distracting masc acc sg περισπαστικός distracting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισπαστικήν — περισπαστικός distracting fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”