- περισπαστικός
- -ή, -όν, Α [περισπώ]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον περισπασμό, στην απασχόληση τής προσοχής σε άλλο αντικείμενο, διαφορετικό από το κυρίως ενδιαφέρον έργο, αυτός που προκαλεί περισπασμό, απομάκρυνση από την κύρια εργασία («ἡ μουσικὴ δύναμιν ἔχει περισπαστικήν», Σέξτ. Εμπ.).
Dictionary of Greek. 2013.